-
1 величина
η τιμή, το μέγεθοςвекторная - η (διανυσματική ποσότητα, το διανυσματικό μέγεθοςзаданная - προδιαγεγραμμένη -, προκαθορισμένη -- звёздная первая{}вторая{} το πρώτο/δεύτερο μέγεθος του αστεριούкритическая - κρίσιμη -, το κρίσιμο μέγεθοςнепрерывная - το συνεχές μέγεθος, η συνεχής τιμήноминальная - ονομαστική -, το ονομαστικό μέγεθοςприближённая - κατά προσέγγιση, προσεγγιστική -размерная физическая - το φυσικό μέγεθος (τιμή, διάσταση) όπου τουλάχιστον μια συνιστώσα δεν είναι μηδενικήскалярная - η βαθμ(ιδ)ωτή ποσότητα, το βαθμ(ιδ)ωτό μέγεθοςцифровая - см. целая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > величина
-
2 величина
величин||аж1. τό μέγεθος/ ἡ ἔκ-ταση [-ις] (протяженность)! οἱ διαστάσεις (размеры):в натуральную \величинау́ σέ φυσικό μέγεθος·2. мат ἡ ποσότητα, τό ποσό[ν]:неизвестная \величина ὁ ἀγνωστος, ἡ ἄγνωστη ποσότητα· постоянная \величина ἡ σταθερά· бесконечно малая \величина τό ἀπειροελάχιστο[ν] μέγεθος·3. черен, (о человеке) ἡ ἐξοχό-τητα, ἡ προσωπικότητα:кру́пная \величина в нау́ке διαπρεπής ἐπιστήμονας.